Πρόσφατα έμαθα ότι η στενοχώρια παραμένει ως συναίσθημα μέσα μας περισσότερο από κάθε άλλο –τη χαρά, το θυμό ή τον φόβο. Αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος που αργούμε να συνέλθουμε από κάτι που μας προκαλεί θλίψη, ενώ «ξεπετάμε» τη χαρά. Και, τελικά, ίσως η στενοχώρια να είναι ο επαναστάτης των συναισθημάτων, αφού δεν ακολουθεί τους …κανόνες και το χρόνο επούλωσης του θυμού, του φόβου ή και του έρωτα!
Και, ως γνήσιο «αρνητικό» συναίσθημα, η στενοχώρια είναι απευκταία: Ως παιδιά, οι γονείς μας μάς συμβουλεύουν «το σημαντικό είναι να μη στενοχωριέσαι…» και μας δηλώνουν ξεκάθαρα «δεν θέλω να στενοχωριέσαι, στενοχωριέμαι κι εγώ».
Υπάκουοι, λοιπόν, ενήλικες αναπτύσσουμε ένα σωρό μηχανισμούς για να μη νιώσουμε λύπη. Βοηθά σε αυτό και το υπόλοιπο σύστημα που μας περιτριγυρίζει. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής στις πόλεις έχει επιβάλει στον άνθρωπο το δικό του χρόνο πάνω στις εμπειρίες μας, συνδέοντάς τον μάλιστα με τις απαιτήσεις της καθημερινότητας: Eργασία, υποχρεώσεις σπιτιού, παιδιά, κ.λπ. Για την ακρίβεια, το διαγνωστικό σύστημα της ψυχικής υγείας (γνωστό ως DSM) προσδιορίζει μέχρι και το «ανώτατο» χρονικό όριο που «επιτρέπεται» να πενθούμε για κάτι ή κάποιον προτού ονοματιστούμε καταθλιπτικοί.
Ως γονείς, επόμενο και φυσικό είναι να κάνουμε τα πάντα για να μη βιώσουν τα παιδιά μας στενοχώρια (θεός φυλάξοι!). Για την ακρίβεια, μπορεί να κάνουμε και τους κλόουν για να μην δούμε τα όμορφα μάτια τους να κλαίνε για κάτι που εμείς θεωρούμε πια ασήμαντο μέσα στην πορεία της ζωής.
Για τους φίλους και τον κοινωνικό περίγυρο, η στενοχώρια επίσης έχει «δραματικές» συνέπειες. Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι τα συναισθήματα μεταδίδονται στους ανθρώπους περίπου όπως και οι ιώσεις, καταλαβαίνουμε γιατί τελικά όλοι θέλουν, όχι μόνο να μη βιώνουν οι ίδιοι στενοχώρια, αλλά ούτε και οι διπλανοί του. Δεν θα το επέτρεπε, άλλωστε, το savoir vivre της θετικής ψυχολογίας και του «όλα καλά» που προωθείται γενικότερα τα τελευταία χρόνια σαν αντίδοτο στην κρίση.
Αποκτήσαμε, λοιπόν, την τάση να αποδιώχνουμε τη στενοχώρια όπου μας πετύχει. Kαι όταν -παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μας- στενοχωριόμαστε, ακούμε από τους ειδικούς για τις «επικίνδυνες» συνέπειες της στενοχώριας στην υγεία μας, ώστε να την εξαφανίσουμε γρήγορα από μέσα μας.
Θα μπορούσα να ρωτήσω: Αν ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο, γιατί δημιούργησε και τη στενοχώρια; Πιο ορθολογικά σκεπτόμενη, όμως, αναρωτιέμαι: Σε τι ωφελεί η στενοχώρια καθαυτή; Γιατί, εφόσον είναι ένα τόσο «ασύμφορο» και αρνητικό συναίσθημα, να μας είναι τόσο γνώριμη; Πώς και ο άνθρωπος, που πια τεντώνεται και αγγίζει το σύμπαν, δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσει κάτι τόσο αρνητικό; Και πότε στενοχωριόμαστε, εντέλει;
Σε γενικές γραμμές στενοχωριόμαστε όταν χάνουμε κάτι ή κάποιον, όταν νιώθουμε «μικροί» ή «λίγοι» απέναντι στις προκλήσεις της ζωής, αδύναμοι, δηλαδή. Όταν δεν επιτυγχάνουμε το στόχο μας, όταν δεν είμαστε ή δε νιώθουμε επιθυμητοί, σημαντικοί και αγαπημένοι από τους αγαπημένους μας, όταν... Ας γεμίσει ο καθένας την πρόταση με ό,τι τον εκφράζει!
Μέσα από τη θλίψη ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα συνθήκη από όσα είχαμε ως τότε γνωρίσει, η οποία μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά δεν παύει να είναι μπροστά μας και να μας «υποχρεώνει» να την αντικρύσουμε.
Ίσως γι’ αυτό το συναίσθημα της στενοχώριας να είναι τόσο έντονο και βαθύ –για να μην μπορούμε να το αποδιώξουμε τεχνηέντως! Να μην κάνουμε πως κοιτάμε από την άλλη κλείνοντας τα μάτια.
Αναζητώντας λύση στο συναίσθημα αυτό μέσα από σκέψη, βλέπουμε ότι η στενοχώρια είναι ένα μάθημα για μας, μια αλλαγή και ένα βήμα προς την εξέλιξη και την ωριμότητά μας -δεν με αγαπούν όπως εγώ ξέρω ότι αγαπά κάποιος, δεν αρέσω σε όλους όσους γνωρίζω, δεν θα ξαναζήσω αυτές τις στιγμές με τον ίδιο άνθρωπο, κλπ., κλπ.
Για να είμαι ακριβής, είναι ένα μάθημα για όσους δεν προσπαθούν να αποδιώξουν τη στενοχώρια, να τη βαφτίσουν «αδικία», να την κρύψουν στο χρονοντούλαπο των συναισθημάτων ή να τονώσουν τον εγωισμό τους με εύκολα και αναλώσιμα συναισθήματα. Ως προς το γιατί διαρκεί τόσο πολύ; Ίσως για να σιγουρευτούμε ότι το μάθημά μας έγινε ένα με το «σύστημά» μας.
Στενοχωρηθείτε άφοβα, λοιπόν, μιλήστε με τον εαυτό σας γι’ αυτό. Μιλήστε με τους δικούς σας ανθρώπους γι’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς η στενοχώρια δεν φεύγει πατώντας ένα «κουμπί χαράς», αφήστε να μάθετε κάτι από αυτό που σας στενοχώρησε. Κι αν οι δικοί σας δεν είναι εκεί, βρείτε κάποιον πρόθυμο να ακούσει -δεν είναι απαραίτητο να είναι ειδικός ή επαγγελματίας, καμιά φορά και ο ταξιτζής ή ο συνταξιδιώτης του μετρό την κάνουν τη δουλειά τους!
Α! και να μην ξεχάσω: είναι φυσιολογικό να στενοχωριέστε όταν κάτι δυσάρεστο σας συμβαίνει!