Σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η επιστημονική ορολογία στην Ψυχική Υγεία έχει ένα βασικό λόγο ύπαρξης: Το να μπορούν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να επικοινωνούν στο πλαίσιο μιας κοινής γλώσσας.
Για τον λόγο αυτό, η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία εισήγαγε το 1952 το διαγνωστικό και στατιστικό εργαλείο για τις ψυχικές διαταραχές DSM (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders). Με την πάροδο του χρόνου, οι διάφορες εκδόσεις του DSM εμπλουτίστηκαν και τροποποιήθηκαν εκφράζοντας την ψυχιατρική τάση της κάθε εποχής.
Κατά βάση, η ορολογία αυτή χρησιμοποιήθηκε από τους επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας, ως εργαλείο διάγνωσης των ψυχικών διαταραχών και τις συνδέει άμεσα με φαρμακευτικές κυρίως θεραπείες. Οι διαταραχές που παρουσιάζονται στο DSM περιγράφουν, στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε συμπεριφορά θεωρείται για κάποιο λόγο κοινωνικά μη αποδεκτή ή και ασυνήθιστη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία αναφερόταν μέχρι και τη δεκαετία του '80 ως ψυχική διαταραχή σύμφωνα με το DSM, επιτρέποντας για πολλά χρόνια σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας να αντιμετωπίζουν τον ομοφυλόφιλο ως ασθενή και να του επιβάλλουν θεραπείες.
Εάν κάποιος ενδιαφερθεί να διαβάσει με προσοχή τις διαγνώσεις και τα κριτήρια που προτείνονται ως ψυχικές διαταραχές στο DSM θα καταλάβει ότι υπάρχει, αναμφίβολα, μια σειρά από αμφισβητούμενους όρους. Για την ακρίβεια, φαίνεται σαν κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς να είναι πραγματικά ή δυνητικά μέρος μιας ψυχικής διαταραχής. Το γεγονός, μάλιστα, ότι αυτός ο οποίος μπορεί να κάνει την τελική κρίση για κάποιον άλλο άνθρωπο ως προς το τι είδους διαταραχή έχει είναι ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας κι όχι κάποια αντικειμενική εξέταση, δείχνει την απόλυτα υποκειμενική φύση της διάγνωσης.
Στην πραγματικότητα, το DSM περιγράφει το σύνολο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θεωρώντας ότι εάν κάποιες συμπεριφορές εμφανίζονται μαζί ή σε μεγάλη ένταση τότε συνιστούν ψυχικές ασθένειες. Καλό είναι να αναρωτηθούμε ποια είναι η χρησιμότητα αυτού καθαυτού του DSM στον άνθρωπο που υποφέρει. Με τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί το σύστημα Ψυχικής Υγείας και Πρόνοιας, η διάγνωση συνδέεται με φαρμακευτική αγωγή η οποία κατ’ επέκταση επιτρέπει σε συγκεκριμένους ανθρώπους να λαμβάνουν ειδικού τύπου επιδόματα (ασθενείας).
Σήμερα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις ο προβληματισμός και η αμφισβήτηση των διαγνώσεων και των διαγνωστικών εργαλείων καθώς και η σύνδεση αυτών με συγκεκριμένες θεραπευτικές αγωγές. Σε μεγάλο βαθμό, η τάση αυτή οφείλεται στην αντίδραση ομάδων ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία που αρνήθηκαν τη διάγνωση που τους δόθηκε και επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας που διαφοροποιούνται επιστημονικά.
Στην ΑΝΙΜΑ θεωρούμε ότι η διάγνωση χρησιμεύει αποκλειστικά στην πρακτική διαχείριση διαφόρων ζητημάτων μέσα στο υπάρχον σύστημα Ψυχικής Υγείας, οφείλει να μεταβάλλεται ή και να εκλείπει -δεν αποτελεί δηλαδή μόνιμη ετικέτα ούτε περιγράφει τον άνθρωπο. Η χρησιμότητα της περιορίζεται στο πλαίσιο των επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας και δεν βοηθά σε τίποτα τον άνθρωπο που υποφέρει.
Στην ουσία, η εμπειρία μας μάς έχει δείξει ότι όταν η θεραπευτική διαδικασία ξεκινά από τη διάγνωση περιορίζεται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που περιγράφει η διάγνωση (π.χ. κατάθλιψη και καταθλιπτικό συναίσθημα). Όταν όμως, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται συνολικά χωρίς τον περιορισμό της διάγνωσης, με γνώμονα τις δικές του ανάγκες και προτεραιότητες, τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά και μόνιμα.